αναγκάζω

αναγκάζω
(Α ἀναγκάζω)
1. πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, επιβάλλω με τη βία
2. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω
μσν.- νεοελλ.
πιέζω κάποιον στενοχωρώντας τον, τόν στενοχωρώ, τόν φέρνω σε δύσκολη θέση
αρχ.
ισχυρίζομαι, επιμένω ότι κάτι είναι αναγκαίο έτσι ή αλλιώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη.
ΠΑΡ. ανάγκασμα, αναγκαστός
αρχ.
ἀναγκαστήρ
νεοελλ.
ανάγκαση, αναγκασμός.
ΣΥΝΘ. εξαναγκάζω, καταναγκάζω
αρχ.
ἀπαναγκάζω, διαναγκάζω, εἰσαναγκάζω, ἐπαναγκάζω, παραναγκάζω, περιαναγκάζω, προαναγκάζω, προσαναγκάζω, προσδιαναγκάζω, συγκαταναγκάζω, συναναγκάζω, ὑπαναγκάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀναγκάζω — force pres subj act 1st sg ἀναγκάζω force pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγκάζω — αναγκάζω, ανάγκασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναγκάζω — ασα, άστηκα, ασμένος, επιβάλλω κάτι με τη βία, πιέζω: Δε σε ανάγκασε κανένας να ακολουθήσεις αυτό το επάγγελμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναγκάζῃ — ἀναγκάζω force pres subj mp 2nd sg ἀναγκάζω force pres ind mp 2nd sg ἀναγκάζω force pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκάσατε — ἀναγκάζω force aor imperat act 2nd pl ἀ̱ναγκάσατε , ἀναγκάζω force aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀναγκάζω force aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκάσει — ἀναγκάζω force aor subj act 3rd sg (epic) ἀναγκάζω force fut ind mid 2nd sg ἀναγκάζω force fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκάσουσι — ἀναγκάζω force aor subj act 3rd pl (epic) ἀναγκάζω force fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀναγκάζω force fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκάσουσιν — ἀναγκάζω force aor subj act 3rd pl (epic) ἀναγκάζω force fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀναγκάζω force fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκάσῃ — ἀναγκάζω force aor subj mid 2nd sg ἀναγκάζω force aor subj act 3rd sg ἀναγκάζω force fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠναγκασμένα — ἀναγκάζω force perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠναγκασμένᾱ , ἀναγκάζω force perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἠναγκασμένᾱ , ἀναγκάζω force perf part mp fem nom/voc sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”